κυτταρογενετικός

κυτταρογενετικός
και κυτογενετικός, -ή, -ό
1. βιολ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κυτταρογένεση
2. το θηλ. ως ουσ. βιολ. η κυτταρογενετική ή κυτογενετική
κλάδος τής γενετικής ο οποίος μελετά τα χρωματοσώματα στη φυσιολογική αλλά και στην παθολογική τους κατάσταση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ελληνογενούς ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. cytogenetic < cyto- (βλ. κυτταρο-) + genetic < γενετικός < γένεσις. Ο τ. κυτογενετικός είναι αντιδάνεια λ.].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κυτογενετικός — ή, ό βλ. κυτταρογενετικός …   Dictionary of Greek

  • κυτταρογενετική — Κλάδος της γενετικής, ο οποίος μελετά τη δομή, τη λειτουργία και τις διάφορες ανωμαλίες που σχετίζονται με τα χρωμοσώματα. Κύριο εργαλείο της κ. είναι η ανάλυση του καρυοτύπου· αυτός λαμβάνεται ύστερα από την κατεργασία των κυττάρων με ειδική… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”